μονώνυχος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mononychos
|Transliteration C=mononychos
|Beta Code=monw/nuxos
|Beta Code=monw/nuxos
|Definition=ον, = [[μῶνυξ]], <span class="title">Gp.</span>16.1.12: pl. [[μονώνυχα]], [[τά]], of animals, <span class="bibl">Ph.2.353</span>, Gal.18(1).359.
|Definition=μονώνυχον, = [[μῶνυξ]], ''Gp.''16.1.12: pl. [[μονώνυχα]], τά, of animals, Ph.2.353, Gal.18(1).359.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώνῠχος Medium diacritics: μονώνυχος Low diacritics: μονώνυχος Capitals: ΜΟΝΩΝΥΧΟΣ
Transliteration A: monṓnychos Transliteration B: monōnychos Transliteration C: mononychos Beta Code: monw/nuxos

English (LSJ)

μονώνυχον, = μῶνυξ, Gp.16.1.12: pl. μονώνυχα, τά, of animals, Ph.2.353, Gal.18(1).359.

Greek Monolingual

-η, -ο και μώνυχος, -η, -ο (ΑΜ μονώνυχος, -ον και μώνυχος, -ον, Α και μώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ)
(για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωνυχος / -ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ. μώνυχος / μῶνυξ < μονώνυχος / μονώνυξ με απλολογία. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

German (Pape)

μονῶνυξ, Geop.