πολύβατος: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyvatos | |Transliteration C=polyvatos | ||
|Beta Code=polu/batos | |Beta Code=polu/batos | ||
|Definition= | |Definition=πολύβατον, [[much-trodden]], <b class="b3">ἄστεος ὀμφαλός</b>, of the [[ἀγορά]], Pi.''Fr.''75.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύβατον, much-trodden, ἄστεος ὀμφαλός, of the ἀγορά, Pi.Fr.75.3.
German (Pape)
[Seite 660] viel gegangen, betreten, ἄστεος ὀμφαλόν, Pind. frg. 45.
Russian (Dvoretsky)
πολύβᾰτος: весьма посещаемый (ἄστεος ὀμφαλόν Pind.; ἀγὼν βροτῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύβᾰτος: -ον, πολυπάτητος, Πινδ. Ἀποσπ. 45.
English (Slater)
πολύβᾰτος much frequented θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πατηθεί πολλές φορές
2. πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύβατος].