λοιπάς: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=loipas
|Transliteration C=loipas
|Beta Code=loipa/s
|Beta Code=loipa/s
|Definition=άδος, ἡ, [[remainder]], PTeb.112.50 (ii B. C., λοπ- Pap.), <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.152.3</span> (v/vi A. D.), etc.
|Definition=λοιπάδος, ἡ, [[remainder]], PTeb.112.50 (ii B. C., λοπ- Pap.), ''PAmh.''2.152.3 (v/vi A. D.), etc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιπάς Medium diacritics: λοιπάς Low diacritics: λοιπάς Capitals: ΛΟΙΠΑΣ
Transliteration A: loipás Transliteration B: loipas Transliteration C: loipas Beta Code: loipa/s

English (LSJ)

λοιπάδος, ἡ, remainder, PTeb.112.50 (ii B. C., λοπ- Pap.), PAmh.2.152.3 (v/vi A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

λοιπάς: -άδος, ἡ, τὸ ὑπόλοιπον, καθυστέρημα, ἔλλειμμα ὀφειλῆς, Λατ. reliqua, Ἐκκλ. Βυζ.

Greek Monolingual

λοιπάς, -άδος, ἡ (ΑM)
έλλειμμα οφειλής μετά την πληρωμή του μεγαλύτερου ποσού, υπόλοιπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπός.
ΠΑΡ. αρχ. λοιπάδιος
αρχ.-μσν.
λοιπαδάριον, λοιπάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λοιπογραφώ. (Β' συνθετικό) αρχ. υπολοιπάς].

German (Pape)

άδος, ἡ, Rest, Rückstand, Schuld, Sp.