πωλομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polomachos
|Transliteration C=polomachos
|Beta Code=pwloma/xos
|Beta Code=pwloma/xos
|Definition=[ᾰ], ον, [[won in the chariot-race]] (cf. [[πωλικός]] ''1''), νίκη <span class="title">AP</span>15.50.
|Definition=[ᾰ], ον, [[won in the chariot-race]] (cf. [[πωλικός]] ''1''), νίκη ''AP''15.50.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλομάχος Medium diacritics: πωλομάχος Low diacritics: πωλομάχος Capitals: ΠΩΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pōlomáchos Transliteration B: pōlomachos Transliteration C: polomachos Beta Code: pwloma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.

German (Pape)

[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat d'un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

πωλομάχος: сражающийся с коня или с колесницы (Νίκη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ιππομάχος].

Greek Monotonic

πωλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πωλο-μᾰ́χος, ον, μάχομαι
fighting on horseback or in a chariot, Anth.