διάρκεια: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diarkeia
|Transliteration C=diarkeia
|Beta Code=dia/rkeia
|Beta Code=dia/rkeia
|Definition=ἡ, [[sufficiency]], τῆς τροφῆς <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.11.6</span>.
|Definition=ἡ, [[sufficiency]], τῆς τροφῆς [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.11.6.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διάρκεια]])<br />[[διάστημα]] χρόνου συνεχές και αδιάκοπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντοχή]], [[στερεότητα]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[παράταση]] ή συχνή [[επανάληψη]] ρηματικής ενέργειας<br />β) ο [[χρόνος]] που απαιτείται για την [[εκφώνηση]] φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται [[ποσότητα]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάρκεια]] (συνήθ. τροφής)·
|mltxt=η (AM [[διάρκεια]])<br />[[διάστημα]] χρόνου συνεχές και αδιάκοπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντοχή]], [[στερεότητα]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[παράταση]] ή συχνή [[επανάληψη]] ρηματικής ενέργειας<br />β) ο [[χρόνος]] που απαιτείται για την [[εκφώνηση]] φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται [[ποσότητα]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάρκεια]] (συνήθ. τροφής)·
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρκεια Medium diacritics: διάρκεια Low diacritics: διάρκεια Capitals: ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Transliteration A: diárkeia Transliteration B: diarkeia Transliteration C: diarkeia Beta Code: dia/rkeia

English (LSJ)

ἡ, sufficiency, τῆς τροφῆς Thphr. CP 1.11.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
suficiencia τῆς τροφῆς Thphr.CP 1.11.6, cf. Hermog.Inu.4.4, Anecd.Ludw.207.7, Eust.1851.49.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, die Hinlänglichkeit, Ausdauer, τῆς τροφῆς, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
suffisance.
Étymologie: διαρκής.

Greek (Liddell-Scott)

διάρκεια: ἡ, ἐπάρκεια, τροφῆς Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 11, 6. 2) παράτασις, συνέχεια, διάρκεια, πνεύματος Ἑρμογ.

Greek Monolingual

η (AM διάρκεια)
διάστημα χρόνου συνεχές και αδιάκοπο
νεοελλ.
1. αντοχή, στερεότητα
2. γραμμ. α) παράταση ή συχνή επανάληψη ρηματικής ενέργειας
β) ο χρόνος που απαιτείται για την εκφώνηση φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται ποσότητα)
αρχ.
επάρκεια (συνήθ. τροφής)·