διωχής: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diochis | |Transliteration C=diochis | ||
|Beta Code=diwxh/s | |Beta Code=diwxh/s | ||
|Definition= | |Definition=διωχές, ([[ἔχω]]) [[that will hold two]], δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.''Fr.'' 132. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
διωχές, (ἔχω) that will hold two, δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.Fr. 132.
Spanish (DGE)
-ές de dos plazas δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.
Greek (Liddell-Scott)
διωχής: -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», δίφρος Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, ἔνθα κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.
Greek Monolingual
διωχής, -ές (Α)
(για άμαξα) αυτός που χωρά δύο άτομα.
German (Pape)
ές, zwei tragend, fahrend; δίφρος Pherecr. bei Poll. 10.47, v.l. διοχής.