δικάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikarinos
|Transliteration C=dikarinos
|Beta Code=dika/rhnos
|Beta Code=dika/rhnos
|Definition=Dor. -ᾱνος [<b class="b3">κᾰ], ον,</b> [[two-headed]], <span class="bibl">Batr.298</span>, <span class="title">AP</span>6.306 (Aristo).
|Definition=Dor. [[δικάρανος]] [κᾰ], ον, [[two-headed]], Batr.298, ''AP''6.306 (Aristo).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάρηνος Medium diacritics: δικάρηνος Low diacritics: δικάρηνος Capitals: ΔΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: dikárēnos Transliteration B: dikarēnos Transliteration C: dikarinos Beta Code: dika/rhnos

English (LSJ)

Dor. δικάρανος [κᾰ], ον, two-headed, Batr.298, AP6.306 (Aristo).

Spanish (DGE)

(δῐκάρηνος) -ον
• Alolema(s): dór. δικάρᾱνος AP 6.306 (Aristo)
• Prosodia: [-ᾰ-]
de dos cabezas, bicéfalo ὄφις Nonn.D.5.154, Παρνησσός Nonn.D.13.131, cf. Batr.298, AP l.c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux têtes.
Étymologie: δίς, κάρηνον.

German (Pape)

zweiköpfig, Batr. 300; δικάρανος ἁλότριψ Ariston. 1 (VI.306).

Russian (Dvoretsky)

δικάρηνος: (ᾰ), дор. δικάρᾱνος 2 двуглавый (καρκίνοι Batr.; ἁλότριψ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρηνος: -ον, δύο ἔχων κεφαλάς, δικέφαλος, Βατραχομ. 300, Ἀνθ. Π.6.306.

Greek Monolingual

δικάρηνος, -ον (Α)
ο δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κάρηνα «κεφάλια»].

Greek Monotonic

δῐκάρηνος: -ον, αυτός που έχει δύο κεφάλια (δίς, κάρηνον), δικέφαλος, σε Βατραχομ., Ανθ.

Middle Liddell

δῐ-κάρηνος, ον adj
two-headed, (δίς, κάρηνον) Batr., Anth.