παικτικός: Difference between revisions

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paiktikos
|Transliteration C=paiktikos
|Beta Code=paiktiko/s
|Beta Code=paiktiko/s
|Definition=ή, όν, [[playful]], [[sportive]], τὸ παικτικόν <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>27</span>.
|Definition=παικτική, παικτικόν, [[playful]], [[sportive]], τὸ παικτικόν Corn.''ND''27.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παικτικός Medium diacritics: παικτικός Low diacritics: παικτικός Capitals: ΠΑΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paiktikós Transliteration B: paiktikos Transliteration C: paiktikos Beta Code: paiktiko/s

English (LSJ)

παικτική, παικτικόν, playful, sportive, τὸ παικτικόν Corn.ND27.

German (Pape)

[Seite 442] zum Spielen, Scherzen gehörig, geneigt, Sp. – Adv. παικτικῶς, zum Scherz, Eust.

Greek Monolingual

παικτικός, -ή, -όν (Α) παικτός
1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια
2. περιπαικτικός, περιγελαστικός
3. το ουδ. ως ουσ. το παικτικόν
η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα.
επίρρ...
παικτικῶς (Μ)
αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού.