μυριώνυμος: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrionymos | |Transliteration C=myrionymos | ||
|Beta Code=muriw/numos | |Beta Code=muriw/numos | ||
|Definition= | |Definition=μυριώνυμον, [[of countless names]], Ἶσις Plu.2.372f, ''OGI''695 (Philae). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
μυριώνυμον, of countless names, Ἶσις Plu.2.372f, OGI695 (Philae).
German (Pape)
[Seite 220] mit unzähligen Namen, Beiname der Isis bei Plut. Is. et Os. 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux noms innombrables.
Étymologie: μυρίος, ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
μῡριώνῠμος: имеющий множество имен (Ἶσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ἀναρίθμητα ὀνόματα, Ἶσις Πλούτ. 2. 372Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4713b, κ. ἀλλ.
Spanish
Greek Monolingual
μυριώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μύρια ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Léxico de magia
-ον de incontables nombres ref. a Isis ἀπάγγελλε τὰ κρυπτὰ τῆς μυριωνύμου θεᾶς Ἴσιδος anuncia los secretos de la diosa de incontables nombres, Isis P LVII 13 P LIX 15