καινοχωρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainochorismos
|Transliteration C=kainochorismos
|Beta Code=kainoxwrismo/s
|Beta Code=kainoxwrismo/s
|Definition=ὁ, [[renewed execution]], συναλλάξεως <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1644.19</span> (i B. C.).
|Definition=ὁ, [[renewed execution]], συναλλάξεως ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1644.19 (i B. C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοχωρισμός]], ὁ (Α)<br /><b>πάπ.</b> η εκ νέου, η καινούργια [[κατάθεση]], η εκ νέου [[εκτέλεση]] («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[χωρισμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]])].
|mltxt=[[καινοχωρισμός]], ὁ (Α)<br /><b>πάπ.</b> η εκ νέου, η καινούργια [[κατάθεση]], η εκ νέου [[εκτέλεση]] («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[χωρισμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοχωρισμός Medium diacritics: καινοχωρισμός Low diacritics: καινοχωρισμός Capitals: ΚΑΙΝΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainochōrismós Transliteration B: kainochōrismos Transliteration C: kainochorismos Beta Code: kainoxwrismo/s

English (LSJ)

ὁ, renewed execution, συναλλάξεως POxy.1644.19 (i B. C.).

Greek Monolingual

καινοχωρισμός, ὁ (Α)
πάπ. η εκ νέου, η καινούργια κατάθεση, η εκ νέου εκτέλεση («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + χωρισμός (< χωρίζω)].