ἐσσία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=essia
|Transliteration C=essia
|Beta Code=e)ssi/a
|Beta Code=e)ssi/a
|Definition=ἡ, Pythag.Dor.for [[οὐσία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>401c</span>. ἔσσιμος, v. [[ἔνσιμος]].
|Definition=ἡ, Pythag.Dor. for [[οὐσία]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''401c. ἔσσιμος, v. [[ἔνσιμος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσσία Medium diacritics: ἐσσία Low diacritics: εσσία Capitals: ΕΣΣΙΑ
Transliteration A: essía Transliteration B: essia Transliteration C: essia Beta Code: e)ssi/a

English (LSJ)

ἡ, Pythag.Dor. for οὐσία, Pl.Cra.401c. ἔσσιμος, v. ἔνσιμος.

German (Pape)

[Seite 1043] ἡ, s. ἐσία.

Russian (Dvoretsky)

ἐσσία: = ἐσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσσία: ἡ, Πυθαγ. Δωρ. ἀντὶ οὐσία, Φιλόλαος σ. 139, 141 Böckb ἐν Πλάτ. Κρατ. 402C· ὅτι δὲ ὁ τύπος οὖτος καὶ οὐχὶ τὸ ἐσία ἦτο ὁ ἀληθὴς τύπος φαίνεται ἐκ τοῦ Δωρ. β΄ ἑνικ. ἐσσὶ καὶ τῆς θηλ. μετοχ. ἔσσα κτλ., Ahrens D. Dor. σ. 324.

Greek Monolingual

ἐσσία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του ουσία.
το
(ξυλουρ.) εμπορική ονομασία τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.