ἰσόπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isoptotos | |Transliteration C=isoptotos | ||
|Beta Code=i)so/ptwtos | |Beta Code=i)so/ptwtos | ||
|Definition= | |Definition=ἰσόπτωτον, ([[πτῶσις]]) [[with like cases]], A.D.''Pron.''90.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσόπτωτον, (πτῶσις) with like cases, A.D.Pron.90.6.
German (Pape)
[Seite 1266] gleichlautende Casus habend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπτωτος: -ον, (πτῶσις) ἔχων ἴσας πτώσεις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 375Β.
Greek Monolingual
ἰσόπτωτος, -ον (Α)
(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερόπτωτος, μονόπτωτος].