κειμηλιάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keimiliarchis | |Transliteration C=keimiliarchis | ||
|Beta Code=keimhlia/rxhs | |Beta Code=keimhlia/rxhs | ||
|Definition= | |Definition=κειμηλιάρχου, ὁ, [[treasurer]], Just.''Nou.''40 ''Praef.''1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
κειμηλιάρχου, ὁ, treasurer, Just.Nou.40 Praef.1.
German (Pape)
[Seite 1412] ὁ, Aufseher über Kostbarkeiten, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κειμηλιάρχης: ἢ -χος, ου, ὁ, θησαυροφύλαξ, ὁ ταμίας ἢ ἀποθηκάριος, τῶν κειμηλίων, Βυζ., ἴδε Ducang.- κειμηλιάρχιον καὶ κειμηλιαρχεῖον, τὸ, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖον ἢ ἀποθήκη ἐν ᾗ τὰ κειμήλια φυλάσσονται, Πανδέκτ.
Greek Monolingual
και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης)
ο φύλακας κειμηλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης / ναύ-αρχος].