στερεοβόας: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stereovoas | |Transliteration C=stereovoas | ||
|Beta Code=stereobo/as | |Beta Code=stereobo/as | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=-ου, ὁ, ''Glossaria'' on [[χαλκοβόας]], Sch.S.''OC''1046. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, Glossaria on χαλκοβόας, Sch.S.OC1046.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοβόας: -ου, ὁ, ὁ ἰσχυρῶς βοῶν, μεγαλόφωνος, Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1046.
Greek Monolingual
και στερροβόας, ὁ, Α
αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].