αἰτηματικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aitimatikos | |Transliteration C=aitimatikos | ||
|Beta Code=ai)thmatiko/s | |Beta Code=ai)thmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=αἰτηματική, αἰτηματικόν, [[disposed to ask]], Artem.4.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
αἰτηματική, αἰτηματικόν, disposed to ask, Artem.4.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
pedido (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτηματικός, -ή, -όν) αἴτημα
1. αυτός που υποβάλλει αίτημα
2. ο απαιτητικός.
German (Pape)
fordernd, Artem. 4.2.