ἀναλφάβητος: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=analfavitos | |Transliteration C=analfavitos | ||
|Beta Code=a)nalfa/bhtos | |Beta Code=a)nalfa/bhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναλφάβητον, [[not knowing one's a b c]], Nicoch.2D. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναλφάβητον, not knowing one's a b c, Nicoch.2D.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-φᾰ-]
analfabeto, ignorante sent. peyor. Nicoch.3A
•en gener. iletrado Ath.176e, cf. EM 98.41G.
German (Pape)
[Seite 197] nicht einmal im Alphabet unterrichtet, ganz unwissend, Ep. ad. 552 (App. 321).
Russian (Dvoretsky)
ἀναλφάβητος: не знающий азбуки, неученый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλφάβητος: -ον, ὁ μὴ γιγνώσκων οὐδὲ τὸ ἀλφάβητον, ὅλως ἀγράμματος, «ἀμάθητος γραμμάτων ἁπάντων καὶ τὸ δὴ λεγόμενον ἀναλφάβητος» Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, πρβλ. Ἀθήν. 176Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀναλφάβητος, -ον)
αυτός που δεν διαβάζει ούτε το αλφάβητο, ο εντελώς αγράμματος
νεοελλ.
αυτός που δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, ούτε να χρησιμοποιεί γραπτώς την αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀλφάβητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλφαβητισμός].