μαλθακόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malthakofonos | |Transliteration C=malthakofonos | ||
|Beta Code=malqako/fwnos | |Beta Code=malqako/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=μαλθακόφωνον, [[soft-voiced]], ἀοιδά Pi.''I.''2.8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
μαλθακόφωνον, soft-voiced, ἀοιδά Pi.I.2.8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλθακός, φωνή.
German (Pape)
= μαλακόφωνος, ἀοιδαί, Pind. I. 2.8.
Russian (Dvoretsky)
μαλθᾱκόφωνος: сладкозвучный (ἀοιδή Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκόφωνος: -ον, ὁ μετὰ μαλακῆς φωνῆς, ἀοιδὴ Πινδ. Ι. 2. 14.
English (Slater)
μαλθᾰκόφωνος, -ον soft voiced μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)
Greek Monolingual
μαλθακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + φωνή.
Greek Monotonic
μαλθᾰκόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει απαλή φωνή, σε Πίνδ.