ποδαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=podalgis
|Transliteration C=podalgis
|Beta Code=podalgh/s
|Beta Code=podalgh/s
|Definition=ές, [[gouty]], <span class="bibl">Poll.2.196</span>, <span class="title">AP</span>7.112 (D.L.).
|Definition=ποδαλγές, [[gouty]], Poll.2.196, ''AP''7.112 (D.L.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαλγής Medium diacritics: ποδαλγής Low diacritics: ποδαλγής Capitals: ΠΟΔΑΛΓΗΣ
Transliteration A: podalgḗs Transliteration B: podalgēs Transliteration C: podalgis Beta Code: podalgh/s

English (LSJ)

ποδαλγές, gouty, Poll.2.196, AP7.112 (D.L.).

German (Pape)

[Seite 642] ές, an den Füßen Schmerzen leidend, D. L. 5, 68 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ποδαλγής: страдающий болями в ногах (подагрой) Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ποδαλγής: -ές, ὁ ἀλγῶν τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 5. 68, Πολυδ. Β΄, 106· οὕτω ποδαλγός, όν, Βυζ.· ― ῥῆμ. ποδαλγέω, = ποδαγράω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 559, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἀλλὰ μεταβ., προξενῶ ποδάγραν, Ροῦφ. ἐν Ὀρειβασ. 1. 335)· ὡσαύτως ποδαλγιάω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 111· ― οὐσιαστ. ποδαλγία, ἡ, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γαλην.· ― Ἐπίθ. ποδαλγικός, ή, όν, = ποδαγρικός, Διοσκ. 3. 150.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πόνους στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλαλγής].