παντώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pantonymos | |Transliteration C=pantonymos | ||
|Beta Code=pantw/numos | |Beta Code=pantw/numos | ||
|Definition= | |Definition=παντώνυμον, all-celebrated, Epigr. Gr.415 (Egypt). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
παντώνυμον, all-celebrated, Epigr. Gr.415 (Egypt).
Greek (Liddell-Scott)
παντώνῠμος: -ον, παρὰ πᾶσιν ὀνομαστός, ἔνδοξος, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4709.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο ονομαστός σε όλους, ξακουστός, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πολυ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].