παντώνυμος

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντώνῠμος Medium diacritics: παντώνυμος Low diacritics: παντώνυμος Capitals: ΠΑΝΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pantṓnymos Transliteration B: pantōnymos Transliteration C: pantonymos Beta Code: pantw/numos

English (LSJ)

παντώνυμον, all-celebrated, Epigr. Gr.415 (Egypt).

Greek (Liddell-Scott)

παντώνῠμος: -ον, παρὰ πᾶσιν ὀνομαστός, ἔνδοξος, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4709.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ονομαστός σε όλους, ξακουστός, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πολυ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].