χοροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*$)" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choroktonos
|Transliteration C=choroktonos
|Beta Code=xorokto/nos
|Beta Code=xorokto/nos
|Definition=ον, [[choir-destroying]], Strattis <span class="bibl">15</span>.
|Definition=χοροκτόνον, [[choir-destroying]], Strattis 15.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροκτόνος Medium diacritics: χοροκτόνος Low diacritics: χοροκτόνος Capitals: ΧΟΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: choroktónos Transliteration B: choroktonos Transliteration C: choroktonos Beta Code: xorokto/nos

English (LSJ)

χοροκτόνον, choir-destroying, Strattis 15.

Greek (Liddell-Scott)

χοροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων, καταστρέφων τὸν χορόν, Στράττις παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 406.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταστρέφει τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατροκτόνος.

Wikipedia EL

Η έκφραση Κινησίου δραν (Κινησίου δράση, πράγματα) χρησιμοποιήθηκε ως έκφραση η οποία αντικατόπτριζε τις ασεβείς και ανάγωγες συμπεριφορές παρομοίου τύπου με αυτές του Κινησία. Του αποδόθηκε επίσης το επίθετο χοροκτόνος καθώς μετά από δικές του ενέργειες κατάφερε να καταργηθεί η θεατρική χορηγία στους κωμικούς ποιητές.