μελανδίνης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melandinis | |Transliteration C=melandinis | ||
|Beta Code=melandi/nhs | |Beta Code=melandi/nhs | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[dark-eddying]], Γάγγης | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[dark-eddying]], Γάγγης D.P. 577. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, dark-eddying, Γάγγης D.P. 577.
German (Pape)
[Seite 119] ὁ, schwarzwirbelnd, Γάγγης, D. Per. 577.
Greek (Liddell-Scott)
μελανδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων, σχηματίζων μελαίνας δίνας, Διον. Π. 577.
Greek Monolingual
μελανδίνης, ὁ (Α)
(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δίνη (πρβλ. βαθυδίνης)].