μηχανουργός: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=michanourgos
|Transliteration C=michanourgos
|Beta Code=mhxanourgo/s
|Beta Code=mhxanourgo/s
|Definition=ὁ, [[architect]], τοῦ δόμου <span class="title">APl.</span>5.382.
|Definition=ὁ, [[architect]], τοῦ δόμου ''APl.''5.382.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνουργός Medium diacritics: μηχανουργός Low diacritics: μηχανουργός Capitals: ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: mēchanourgós Transliteration B: mēchanourgos Transliteration C: michanourgos Beta Code: mhxanourgo/s

English (LSJ)

ὁ, architect, τοῦ δόμου APl.5.382.

German (Pape)

[Seite 181] = μηχανοποιός, Ep. in athl. stat. 36 (Plan. 382).

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) = μηχανοποιός, Ἀνθ. Πλαν. 382.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μηχανουργός)
νεοελλ.
αυτός που είναι ειδικευμένος στην κατασκευή ή και στην επισκευή μηχανών

Greek Monotonic

μηχᾰνουργός: -όν (*ἔργω), = μηχανοποιός, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηχᾰν-ουργός, όν [*ἔργω = μηχανοποιός, Anth.]