ὀρθιάδε: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthiade | |Transliteration C=orthiade | ||
|Beta Code=o)rqia/de | |Beta Code=o)rqia/de | ||
|Definition=Adv., (ὄρθιος) [[uphill]], | |Definition=Adv., ([[ὄρθιος]]) [[uphill]], X.''Lac.''2.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (ὄρθιος) uphill, X.Lac.2.3.
German (Pape)
[Seite 373] u. ὀρθιάζε, gradauf, bergauf, Xen. Lac. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers les hauteurs, en haut avec mouv.
Étymologie: ὄρθιος, -δε.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθιάδε: adv. вверх, на горы, на кручи (βαίνειν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθιάδε: Ἐπίρρ. (ὄρθιος), πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Λακεδ. 2, 3.
Greek Monolingual
ὀρθιάδε (Α)
επίρρ. προς τα πάνω, προς τον ανήφορο, ανηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ενθάδε)].
Greek Monotonic
ὀρθιάδε: (ὄρθιος), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.