πυρίβιος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrivios
|Transliteration C=pyrivios
|Beta Code=puri/bios
|Beta Code=puri/bios
|Definition=ον, [[living in fire]], ζῷα <span class="bibl">D.L.9.79</span>.
|Definition=πυρίβιον, [[living in fire]], ζῷα D.L.9.79.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβῐος Medium diacritics: πυρίβιος Low diacritics: πυρίβιος Capitals: ΠΥΡΙΒΙΟΣ
Transliteration A: pyríbios Transliteration B: pyribios Transliteration C: pyrivios Beta Code: puri/bios

English (LSJ)

πυρίβιον, living in fire, ζῷα D.L.9.79.

German (Pape)

[Seite 822] im Feuer lebend, Suid.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίβιος: (ρῐ) живущий в огне (ζῷα Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβιος: [ῐ], -ον, ὁ ἐν πυρὶ βιῶν, ζῷα Διογ. Λ. 9. 79· ἐν Γλωσσ. πυρόβ-. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῦρ πίπτοντα ζῳύφια».

Greek Monolingual

και πυρόβιος, -ον, Α
1. αυτός που ζει μέσα στη φωτιά ή κοντά στη φωτιά («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι-/ πυρο- (βλ. λ. πυρ) + βίος (πρβλ. νυκτί-βίος, ορεσί-βιος)].