σκορπιστής: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν [[σκορπίζω]]<br />(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη [[περιουσία]]) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, [[σκορποχέρης]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν [[σκορπίζω]]<br />(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη [[περιουσία]]) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, [[σκορποχέρης]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[spendthrift]]=== | |||
Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: [[verkwistend]], [[spilziek]], [[verspillend]]; Finnish: tuhlaavainen; French: [[dépensier]], [[prodigue]]; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: [[verschwenderisch]]; Greek: [[άσωτος]], [[σπάταλος]]; Ancient Greek: [[ἄσωτος]], [[δαπανητής]], [[ἐκχύτης]], [[ἐξοδιαστής]], [[ἐπαναλωτής]], [[πατροφάγος]], [[σκορπιστής]]; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Portuguese: [[gastador]]; Russian: [[расточительный]]; Spanish: [[pródigo]], [[manirroto]]; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu | |||
}} | }} |
Revision as of 05:51, 17 September 2023
English (LSJ)
σκορπιστοῦ, ὁ, scatterer, spendthrift, Lyd.Mag.1.42, Cat.Cod.Astr.8(4).154, al.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν σκορπίζω
(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη περιουσία) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, σκορποχέρης.
Translations
spendthrift
Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: verkwistend, spilziek, verspillend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier, prodigue; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: verschwenderisch; Greek: άσωτος, σπάταλος; Ancient Greek: ἄσωτος, δαπανητής, ἐκχύτης, ἐξοδιαστής, ἐπαναλωτής, πατροφάγος, σκορπιστής; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Portuguese: gastador; Russian: расточительный; Spanish: pródigo, manirroto; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu