κώφωση: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(22) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κώφωσις]]) [[κωφώ]]<br />η [[απώλεια]] της λειτουργίας της ακοής ή η εξασθένησή της, [[κωφότητα]], [[κουφαμάρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> το [[φαινόμενο]] της τροπής του άτονου / e / σε / i / και του άτονου / ο / σε / u /, π. χ. [[παιδί]]: <i>πιδί</i>, [[χωράφι]]: <i>χουράφ</i>'<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λεκτική [[κώφωση]]» — [[είδος]] αφασίας [[κατά]] την οποία παρατηρείται μεμονωμένη [[απώλεια]] της υποδοχής τών λεκτικών ήχων<br />β) «[[μουσική]] [[κώφωση]]» — [[διαταραχή]] αφασικού ο [[οποίος]] δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλυωπία]]. | |mltxt=η (Α [[κώφωσις]]) [[κωφώ]]<br />η [[απώλεια]] της λειτουργίας της ακοής ή η εξασθένησή της, [[κωφότητα]], [[κουφαμάρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> το [[φαινόμενο]] της τροπής του άτονου / e / σε / i / και του άτονου / ο / σε / u /, π. χ. [[παιδί]]: <i>πιδί</i>, [[χωράφι]]: <i>χουράφ</i>'<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λεκτική [[κώφωση]]» — [[είδος]] αφασίας [[κατά]] την οποία παρατηρείται μεμονωμένη [[απώλεια]] της υποδοχής τών λεκτικών ήχων<br />β) «[[μουσική]] [[κώφωση]]» — [[διαταραχή]] αφασικού ο [[οποίος]] δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλυωπία]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[deafness]]=== | |||
Arabic: صَمَم; Armenian: խլություն; Belarusian: глухата; Bulgarian: глухота; Catalan: sordesa; Chinese Mandarin: 聾, 聋; Czech: hluchota; Danish: døvhed; Dutch: [[doofheid]]; Estonian: kuulmispuue; Finnish: kuurous; French: [[surdité]]; German: [[Taubheit]], [[Gehörlosigkeit]], [[Schwerhörigkeit]], [[Surditas]]; Greek: [[κώφωση]], [[κωφότητα]]; Ancient Greek: [[ἀνηκοΐα]], [[ἀνηκουστία]], [[ἀνηκουστίη]], [[βαρυηκοΐη]], [[δυσηκοΐα]], [[δυσκωφία]], [[κωφότης]], [[κώφωμα]]; Hebrew: חירשות; Hindi: बहरापन; Hunsrik: Daabheet, Daabheit; Irish: bodhaire; Italian: [[sordità]]; Japanese: 難聴; Kazakh: кереңдік; Latin: [[surditas]]; Latvian: kurlums; Macedonian: глувост; Malay: kepekakan, ketulian; Navajo: ajéékałgo ąąh dahazʼą́; Norwegian Bokmål: døvhet; Polish: głuchota; Portuguese: [[surdez]]; Russian: [[глухота]]; Scottish Gaelic: buidhre; Serbo-Croatian Cyrillic: глуво̀ћа, глувост, глухо̀ћа, глухост; Roman: gluvòća, gluvost, gluhòća, gluhost; Sicilian: surdania; Slovak: hluchota; Slovene: gluhota; Spanish: [[sordera]]; Swedish: dövhet; Telugu: చెవుడు, చెవిటితనం; Ukrainian: глухота, глухість | |||
}} | }} |
Revision as of 06:02, 21 September 2023
Greek Monolingual
η (Α κώφωσις) κωφώ
η απώλεια της λειτουργίας της ακοής ή η εξασθένησή της, κωφότητα, κουφαμάρα
νεοελλ.
1. γλωσσ. το φαινόμενο της τροπής του άτονου / e / σε / i / και του άτονου / ο / σε / u /, π. χ. παιδί: πιδί, χωράφι: χουράφ'
2. φρ. α) «λεκτική κώφωση» — είδος αφασίας κατά την οποία παρατηρείται μεμονωμένη απώλεια της υποδοχής τών λεκτικών ήχων
β) «μουσική κώφωση» — διαταραχή αφασικού ο οποίος δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους
αρχ.
αμβλυωπία.
Translations
deafness
Arabic: صَمَم; Armenian: խլություն; Belarusian: глухата; Bulgarian: глухота; Catalan: sordesa; Chinese Mandarin: 聾, 聋; Czech: hluchota; Danish: døvhed; Dutch: doofheid; Estonian: kuulmispuue; Finnish: kuurous; French: surdité; German: Taubheit, Gehörlosigkeit, Schwerhörigkeit, Surditas; Greek: κώφωση, κωφότητα; Ancient Greek: ἀνηκοΐα, ἀνηκουστία, ἀνηκουστίη, βαρυηκοΐη, δυσηκοΐα, δυσκωφία, κωφότης, κώφωμα; Hebrew: חירשות; Hindi: बहरापन; Hunsrik: Daabheet, Daabheit; Irish: bodhaire; Italian: sordità; Japanese: 難聴; Kazakh: кереңдік; Latin: surditas; Latvian: kurlums; Macedonian: глувост; Malay: kepekakan, ketulian; Navajo: ajéékałgo ąąh dahazʼą́; Norwegian Bokmål: døvhet; Polish: głuchota; Portuguese: surdez; Russian: глухота; Scottish Gaelic: buidhre; Serbo-Croatian Cyrillic: глуво̀ћа, глувост, глухо̀ћа, глухост; Roman: gluvòća, gluvost, gluhòća, gluhost; Sicilian: surdania; Slovak: hluchota; Slovene: gluhota; Spanish: sordera; Swedish: dövhet; Telugu: చెవుడు, చెవిటితనం; Ukrainian: глухота, глухість