βληχούνι: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=βληχώνι το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, βληχοῦς, η και γ...")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βληχώνι]] το και [[βληχούνι]] και [[γληχώνι]] (AM [[βλήχων]], η, Α και [[βληχώ]], βληχοῦς, η και [[γλήχων]], -ωνος και [[γληχώ]], γληχοῦς, ιων. τ. και [[γλάχων]], γλάχωνος και [[γλαχώ]], γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και [[βλήχων]], βλήχωνος, ο)<br />το [[φυτό]] [[ηδύοσμος]] ο [[γλήχων]] ([[Mentha pulegium]]), το [[φλησκούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />πιθ. δάνεια λ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βλήχων]] με το [[βληχώμαι]] (βληχάομαι) οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Το <i>βληχώ</i> [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. με το [[βλήχων]], ενώ ο τ. [[γλήχων]] <span style="color: red;"><</span> [[βλήχων]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: [[γλέπω]], [[βλέφαρον]]: [[γλέφαρον]] και μυκηναϊκό <i>Karako</i> «[[γλήχων]]»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. [[βληχώνι]] και <i>βληχούνι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[βληχώνιον]], υποκορ. του αρχ. [[βλήχων]].
|mltxt=[[βληχώνι]] το και [[βληχούνι]] και [[γληχώνι]] (AM [[βλήχων]], η, Α και [[βληχώ]], βληχοῦς, η και [[γλήχων]], -ωνος και [[γληχώ]], γληχοῦς, ιων. τ. και [[γλάχων]], γλάχωνος και [[γλαχώ]], γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και [[βλήχων]], βλήχωνος, ο)<br />το [[φυτό]] [[ηδύοσμος]] ο [[γλήχων]] ([[Mentha pulegium]]), το [[φλησκούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />πιθ. δάνεια λ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βλήχων]] με το [[βληχώμαι]] (βληχάομαι) οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Το <i>βληχώ</i> [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. με το [[βλήχων]], ενώ ο τ. [[γλήχων]] <span style="color: red;"><</span> [[βλήχων]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: [[γλέπω]], [[βλέφαρον]]: [[γλέφαρον]] και μυκηναϊκό <i>Karako</i> «[[γλήχων]]»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. [[βληχώνι]] και <i>βληχούνι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[βληχώνιον]], υποκορ. του αρχ. [[βλήχων]].
}}
{{trml
|trtx====[[Mentha pulegium]]===
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: [[pennyroyal]]; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: [[Polei]], [[Poleiminze]], [[Polei-Minze]], [[Flohkraut]]; Greek: [[φλησκούνι]]; Ancient Greek: [[ἄλβολον]], [[ἀνακτητικόν]], [[ἀρσενάκανθον]], [[βλησκούνιον]], [[βλῆχρος]], [[βληχώ]], [[βλήχων]], [[βληχώνιον]], [[γλάχων]], [[γλήχων]]; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: [[puleium]], [[pulegium]]; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: [[мята болотная]], [[мята блошница]]; Spanish: [[poleo]]; Turkish: yarpuz
}}
}}

Latest revision as of 08:51, 16 October 2023

Greek Monolingual

βληχώνι το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, βληχοῦς, η και γλήχων, -ωνος και γληχώ, γληχοῦς, ιων. τ. και γλάχων, γλάχωνος και γλαχώ, γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και βλήχων, βλήχωνος, ο)
το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (Mentha pulegium), το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
πιθ. δάνεια λ. Η σύνδεση της λ. βλήχων με το βληχώμαι (βληχάομαι) οφείλεται σε παρετυμολογία. Το βληχώ είναι παράλληλος τ. με το βλήχων, ενώ ο τ. γλήχων < βλήχων, με ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου gw (πρβλ. βλέπω: γλέπω, βλέφαρον: γλέφαρον και μυκηναϊκό Karako «γλήχων»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. του αρχ. βλήχων.

Translations

Mentha pulegium

Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz