ᾠοτόκος: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ootokos | |Transliteration C=ootokos | ||
|Beta Code=w)|o/tokos | |Beta Code=w)|o/tokos | ||
|Definition=(parox.), ον, [[oviparous]], Arist.''GA''719a6, al.; of fish, Id.''HA''539a12, al.; ὄφιες Nic.''Th.''136; ἀγέλη ᾠ. [[poultry]], AP9.286 (Marc.Arg.); <b class="b3">τὰ ᾠ.</b>, opp. <b class="b3">τὰ ζωοτόκα</b>, Arist.''HA''489a34. | |Definition=(parox.), ον, [[oviparous]], Arist.''GA''719a6, al.; of fish, Id.''HA''539a12, al.; ὄφιες Nic.''Th.''136; ἀγέλη ᾠ. [[poultry]], AP9.286 (Marc.Arg.); <b class="b3">τὰ ᾠ.</b>, opp. <b class="b3">τὰ ζωοτόκα</b>, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''489a34. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 22:22, 24 November 2023
English (LSJ)
(parox.), ον, oviparous, Arist.GA719a6, al.; of fish, Id.HA539a12, al.; ὄφιες Nic.Th.136; ἀγέλη ᾠ. poultry, AP9.286 (Marc.Arg.); τὰ ᾠ., opp. τὰ ζωοτόκα, Arist.HA489a34.
Russian (Dvoretsky)
ᾠοτόκος: яйцекладущий Arst.: ᾠ. ἀγέλη Anth. птичье стадо.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν ᾠά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 11, 4. κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἰχθύων, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 1, 4, κ ἀλλ.· ἐπὶ ὄψεων, Νικ. Θηρ. 136· ἀγέλη ᾠοτ., πλῆθος ὀρνίθων, Ἀνθ. Παλατ. 9. 286· τὰ ᾠοτόκα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῳοτόκα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / ᾠοτόκος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
1. (για ζώα) αυτός που γεννά αβγά, που αναπαράγεται με αβγά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωοτόκα
ζώα που αναπαράγονται με ωοτοκία
αρχ.
φρ. «ἀγέλη ᾠοτόκος» — πλήθος πτηνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. τερατοτόκος.