abandono: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐγχώρησις]], [[ἀβοηθησία]], [[ἀτημέλεια]], [[ἀπόλειψις]], [[ἀποποίησις]], [[ἔνδομα]], [[ἀποβολή]], [[ἐκβολή]], [[ἀποτροπή]], [[ἀπόθεσις]], [[ἐγκατάλειψις]], [[ἀπουσία]], [[ἀποστάσιον]], [[ἀθεραπευσία]], [[ἀπόγνωσις]], [[ἔκστασις]], [[ἀπόπτωσις]], [[ἔκπτωσις]], [[ἔκθεσις]], [[ἀνασκησία]], [[ἀμεριμνία]], [[ | |sltx=[[ἐγχώρησις]], [[ἀβοηθησία]], [[ἀτημέλεια]], [[ἀπόλειψις]], [[ἀποποίησις]], [[ἔνδομα]], [[ἀποβολή]], [[ἐκβολή]], [[ἀποτροπή]], [[ἀπόθεσις]], [[ἐγκατάλειψις]], [[ἀπουσία]], [[ἀποστάσιον]], [[ἀθεραπευσία]], [[ἀπόγνωσις]], [[ἔκστασις]], [[ἀπόπτωσις]], [[ἔκπτωσις]], [[ἔκθεσις]], [[ἀνασκησία]], [[ἀμεριμνία]], [[τὸ ἐλλιπές]], [[ἔκβασις]], [[ἀμέλεια]], [[ἀλλοτρίωσις]], [[ἀναχώρησις]], [[ἀπόστασις]], [[ἀποστασία]], [[ἐκχώρησις]], [[ἄφεσις]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 6 December 2023
Spanish > Greek
ἐγχώρησις, ἀβοηθησία, ἀτημέλεια, ἀπόλειψις, ἀποποίησις, ἔνδομα, ἀποβολή, ἐκβολή, ἀποτροπή, ἀπόθεσις, ἐγκατάλειψις, ἀπουσία, ἀποστάσιον, ἀθεραπευσία, ἀπόγνωσις, ἔκστασις, ἀπόπτωσις, ἔκπτωσις, ἔκθεσις, ἀνασκησία, ἀμεριμνία, τὸ ἐλλιπές, ἔκβασις, ἀμέλεια, ἀλλοτρίωσις, ἀναχώρησις, ἀπόστασις, ἀποστασία, ἐκχώρησις, ἄφεσις