τενθρηνιώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tenthriniodis | |Transliteration C=tenthriniodis | ||
|Beta Code=tenqrhniw/dhs | |Beta Code=tenqrhniw/dhs | ||
|Definition=τενθρηνιῶδες, [[honeycombed]], Hp.''Anat.''1 ( | |Definition=τενθρηνιῶδες, [[honeycombed]], Hp.''Anat.''1 (τεθρηνιώδης codd.), Democr. ap.Ael.''NA''12.20 (ubi θρηνῶδες), Plu.2.721f (ubi τενθρηνῶδες). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:35, 24 December 2023
English (LSJ)
τενθρηνιῶδες, honeycombed, Hp.Anat.1 (τεθρηνιώδης codd.), Democr. ap.Ael.NA12.20 (ubi θρηνῶδες), Plu.2.721f (ubi τενθρηνῶδες).
German (Pape)
[Seite 1091] ες, voll von Löchern, wie ein τενθρήνιον, auch σηραγγώδης erkl., Ael. H. A. 12, 20.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
c. τενθρηνώδης.
Étymologie: τενθρήνη, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
τενθρηνιώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων τὸ σχῆμα τενθρηνίου, ὅμοιος μὲ κηρήθραν, πολύτρητος, Ἱππ. 916. 1 (ἔνθα ἴδε τεθρ-), Δημόκρ. παρ’ Αἰλ. π. Ζ. 12. 20 (ἔνθα θρηνώδης), Πλούτ. 2. 721Ε (ἔνθα τενθρηνῶδες).- Καθ’ Ἡσύχ.: «τενθρηνῶδες· πολύκενον ὡς κηρίον καὶ ἀραιόν».
Greek Monolingual
και δ. γρφ. τενθρηνώδης, -ῶδες, Α τενθρήνιον
1. αυτός που έχει το σχήμα σφηκοφωλιάς, ο γεμάτος τρύπες
2. (κατά τον Ησύχ.) «τενθρηνιῶδες
πολύκενον ώς κηρίον και άραιόν».