ὀνείρωξις: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀνείρωξις]], Μ και ὀνειρωξία) [[ονειρώττω]]<br />[[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου<br /><b>αρχ.</b><br />το να βλέπει [[κανείς]] όνειρα, [[ιδίως]] εφιαλτικά.
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀνείρωξις]], Μ και ὀνειρωξία) [[ονειρώττω]]<br />[[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου<br /><b>αρχ.</b><br />το να βλέπει [[κανείς]] όνειρα, [[ιδίως]] εφιαλτικά.
}}
{{trml
|trtx====[[nocturnal emission]]===
Arabic: اِحْتِلَام‎; Chinese Mandarin: 夢遺/梦遗, 遺精/遗精; Czech: poluce; Finnish: yöllinen siemensyöksy; German: [[Pollution]]; Greek: [[ονείρωξη]]; Ancient Greek: [[ἐξονείρωξις]], [[ἐξονειριασμός]], [[ἐξονειρωγμός]], [[ὀνειρωγμός]]; Hebrew: קרי לילה‎; Hungarian: pollúció, éjszakai/spontán magömlés; Japanese: 夢精, 遺精; Lithuanian: poliucija; Maori: moetoa; Portuguese: [[polução noturna]]; Serbo-Croatian: polucija, mokri san; Slovak: mokrý sen, polúcia; Slovene: mokre sanje; Spanish: [[polución nocturna]], [[emisión nocturna]]; Thai: ฝันเปียก; Turkish: ihtilam, gece boşalması, ıslak rüya
}}
}}

Revision as of 05:45, 12 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείρωξις Medium diacritics: ὀνείρωξις Low diacritics: ονείρωξις Capitals: ΟΝΕΙΡΩΞΙΣ
Transliteration A: oneírōxis Transliteration B: oneirōxis Transliteration C: oneiroksis Beta Code: o)nei/rwcis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A dreaming, hallucination, Pl.Ti.52b, Ph.1.698.
II effusion in sleep, Sor.[2.46], Porph.Abst.4.20, Orib.Syn. 9.38.

German (Pape)

[Seite 346] ἡ, das Träumen, Plat. Tim. 52 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνείρωξις: ἡ, ὄνειρον, τὸ ὀνειρεύεσθαι, Πλάτ. Τίμ. 52Β. ― ὀνειροξία παρὰ Ζωναρᾶ 1453.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείρωξις: εως ἡ сонные грезы, сновидение Plat.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και ὀνειρωξία) ονειρώττω
εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου
αρχ.
το να βλέπει κανείς όνειρα, ιδίως εφιαλτικά.

Translations

nocturnal emission

Arabic: اِحْتِلَام‎; Chinese Mandarin: 夢遺/梦遗, 遺精/遗精; Czech: poluce; Finnish: yöllinen siemensyöksy; German: Pollution; Greek: ονείρωξη; Ancient Greek: ἐξονείρωξις, ἐξονειριασμός, ἐξονειρωγμός, ὀνειρωγμός; Hebrew: קרי לילה‎; Hungarian: pollúció, éjszakai/spontán magömlés; Japanese: 夢精, 遺精; Lithuanian: poliucija; Maori: moetoa; Portuguese: polução noturna; Serbo-Croatian: polucija, mokri san; Slovak: mokrý sen, polúcia; Slovene: mokre sanje; Spanish: polución nocturna, emisión nocturna; Thai: ฝันเปียก; Turkish: ihtilam, gece boşalması, ıslak rüya