πρώρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πλώρη]] Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και [[πρῷρα]] και ποιητ. τ. [[πρώϊρα]] και [[άχρηστος]] ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό [[πρώειρα]] και πρώρρα Α<br />το πρόσθιο σφηνοειδές [[άκρο]] του πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) το πρόσθιο μισό [[τμήμα]] του πλοίου και [[ιδίως]] του καταστρώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[άκρη]], το ακραίο [[τμήμα]] του κλήματος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (με μτφ. σημ.) α) «πάροιθεν δὲ πρῴρας... [[κραδίας]]» — [[μπροστά]] από την [[καρδιά]] μου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «ὦ [[πρῷρα]] λοιβῆς Ἑστία» — η πρώτη η οποία έχει [[δικαίωμα]] σπονδής <b>(Σόφ.)</b><br />γ) «[[μηδὲ]] προσίστω πρῷραν βιότου» — η [[πρώρα]] του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη [[νιότη]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρῷρα]] παράγεται από το θ. της λ. [[πρών]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρώ</i>-<i>F</i>-<i>ων</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πρών]], [[πρώτος]]) με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>r</i>- και [[επίθημα]] -<i>ja</i> και έχει σχηματιστεί, με [[συναίρεση]], [[είτε]] από έναν τ. <i>πρώ</i>-<i>αιρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πρω</i>-<i>F</i>-<i>αρ</i>-<i>ja</i>, [[πρβλ]]. [[χίμαιρα]]) [[είτε]] από τ. <i>πρώ</i>-<i>ειρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πρω</i>-<i>F</i>-<i>ερ</i>-<i>ja</i>, [[πρβλ]]. [[πίειρα]]). Η λ. συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i>-<i>va</i> «ο [[πρώτος]], ο προηγούμενος», αρχ. σλαβ. <i>prŭvŭ</i> «ο [[πρώτος]]». Τέλος, ο τ. <i>πρῴρη</i> έχει σχηματιστεί [[κατά]] το <i>πρύμν</i>-<i>η</i>, ενώ το νεοελλ. [[πλώρη]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πλώρη]] Ν, και επικ. και ιων. τ. [[πρῴρη]] και [[πρῷρα]] και ποιητ. τ. [[πρώϊρα]] και [[άχρηστος]] ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό [[πρώειρα]] και πρώρρα Α<br />το πρόσθιο σφηνοειδές [[άκρο]] του πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) το πρόσθιο μισό [[τμήμα]] του πλοίου και [[ιδίως]] του καταστρώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[άκρη]], το ακραίο [[τμήμα]] του κλήματος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (με μτφ. σημ.) α) «πάροιθεν δὲ πρῴρας... [[κραδίας]]» — [[μπροστά]] από την [[καρδιά]] μου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «ὦ [[πρῷρα]] λοιβῆς Ἑστία» — η πρώτη η οποία έχει [[δικαίωμα]] σπονδής <b>(Σόφ.)</b><br />γ) «[[μηδὲ]] προσίστω πρῷραν βιότου» — η [[πρώρα]] του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη [[νιότη]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρῷρα]] παράγεται από το θ. της λ. [[πρών]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρώ</i>-<i>F</i>-<i>ων</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πρών]], [[πρώτος]]) με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>r</i>- και [[επίθημα]] -<i>ja</i> και έχει σχηματιστεί, με [[συναίρεση]], [[είτε]] από έναν τ. <i>πρώ</i>-<i>αιρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πρω</i>-<i>F</i>-<i>αρ</i>-<i>ja</i>, [[πρβλ]]. [[χίμαιρα]]) [[είτε]] από τ. <i>πρώ</i>-<i>ειρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πρω</i>-<i>F</i>-<i>ερ</i>-<i>ja</i>, [[πρβλ]]. [[πίειρα]]). Η λ. συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i>-<i>va</i> «ο [[πρώτος]], ο προηγούμενος», αρχ. σλαβ. <i>prŭvŭ</i> «ο [[πρώτος]]». Τέλος, ο τ. <i>πρῴρη</i> έχει σχηματιστεί [[κατά]] το <i>πρύμν</i>-<i>η</i>, ενώ το νεοελλ. [[πλώρη]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 11:13, 13 January 2024

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α
το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο του πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το πρόσθιο μισό τμήμα του πλοίου και ιδίως του καταστρώματος
αρχ.
1. η άκρη, το ακραίο τμήμα του κλήματος
2. (κατά τον Ησύχ.) πρόσωπο
3. φρ. (με μτφ. σημ.) α) «πάροιθεν δὲ πρῴρας... κραδίας» — μπροστά από την καρδιά μου (Αισχύλ.)
β) «ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία» — η πρώτη η οποία έχει δικαίωμα σπονδής (Σόφ.)
γ) «μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου» — η πρώρα του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη νιότη (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρῷρα παράγεται από το θ. της λ. πρών (< πρώ-F-ων, βλ. λ. πρών, πρώτος) με υγρό ένθημα -r- και επίθημα -ja και έχει σχηματιστεί, με συναίρεση, είτε από έναν τ. πρώ-αιρα (< πρω-F-αρ-ja, πρβλ. χίμαιρα) είτε από τ. πρώ-ειρα (< πρω-F-ερ-ja, πρβλ. πίειρα). Η λ. συνδέεται με: αρχ. ινδ. pūr-va «ο πρώτος, ο προηγούμενος», αρχ. σλαβ. prŭvŭ «ο πρώτος». Τέλος, ο τ. πρῴρη έχει σχηματιστεί κατά το πρύμν-η, ενώ το νεοελλ. πλώρη, με ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-].

Translations

prow

Armenian: քիթ; Asturian: proba, proa; Bulgarian: нос; Catalan: proa; Czech: příď; Dutch: voorsteven, boeg; Esperanto: pruo; Finnish: keula; French: proue; Galician: proa; German: Bug, Bugüberhang; Greek: πλώρη; Ancient Greek: πρῷρα; Icelandic: trjóna, skegg; Ingrian: esinukka; Italian: prua, prora; Latin: prora, rostrum; Maori: ihuwaka; Norman: d'vant; Plautdietsch: Bug; Polish: dziób; Portuguese: proa; Romanian: proră, provă; Russian: нос; Scottish Gaelic: toiseach; Serbo-Croatian: prova; Cyrillic: прамац; Roman: pramac; Slovene: premec; Spanish: proa; Swahili: gubeti; Tagalog: duong, doong; Turkish: pruva; Ukrainian: ніс; Vietnamese: mũi; Volapük: föfastev, föfanaf