κολοιώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κολοιώδης]], -ῶδες (Α) [[κολοιός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[καλοιακούδα]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[συντροφιά]] με τους ομοίους του («[[ζῷον]] οὐκ ἀγε<br /> | |mltxt=[[κολοιώδης]], -ῶδες (Α) [[κολοιός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[καλοιακούδα]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[συντροφιά]] με τους ομοίους του («[[ζῷον]] οὐκ ἀγε<br />λαῖόν ἐστιν οὐδὲ κολοιῶδες», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:41, 6 February 2024
English (LSJ)
ες, daw-like, i.e. flocking together, Plu.2.93e.
German (Pape)
[Seite 1474] ες, dohlenartig, φιλία, nach Art der Dohlenschwärme, Plut. de amic. multitud. p. 289.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à un geai ou à un choucas.
Étymologie: κολοιός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
κολοιώδης: напоминающий галок, галочий (φιλία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κολοιώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κολοιόν, δηλ. συναγελαζόμενος, Πλούτ. 2. 93C.
Greek Monolingual
κολοιώδης, -ῶδες (Α) κολοιός
1. αυτός που μοιάζει με καλοιακούδα
2. αυτός που κάνει συντροφιά με τους ομοίους του («ζῷον οὐκ ἀγε
λαῖόν ἐστιν οὐδὲ κολοιῶδες», Πλούτ.).