κνίκος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />(Α [[κνίκος]] και κνῑκος, η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει μόνον το [[είδος]] Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή [[καρδοσάντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κνῆκος]]].
|mltxt=ο<br />(Α [[κνίκος]] και κνῖκος, η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει μόνον το [[είδος]] Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή [[καρδοσάντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κνῆκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίκος Medium diacritics: κνίκος Low diacritics: κνίκος Capitals: ΚΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kníkos Transliteration B: knikos Transliteration C: knikos Beta Code: kni/kos

English (LSJ)

v. κνῆκος.

Greek Monolingual

ο
κνίκος και κνῖκος, η)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει μόνον το είδος Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή καρδοσάντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆκος].