νησίτης: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νησίτης]], ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. | |mltxt=[[νησίτης]], ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῖτις (Α)<br />αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε [[νησί]] ή προέρχεται από [[νησί]], [[νησιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / <i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]], <i>πυργ</i>-<i>ίτις</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:46, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (νῆσος) of, from, or belonging to an island, St.Byz.:—Dor. fem. νᾱσῖτις, ιδος, γῆ PEleph.20.48 (iii B.C.); σπιλάς AP7.2 (Antip. Sid.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
habitant ou originaire d'une île, insulaire.
Étymologie: νῆσος.
Greek (Liddell-Scott)
νησίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (νῆσος) ὁ ἐκ νήσου ἢ εἰς νῆσον ἀνήκων, Στέφ. Βυζ., Δωρ. θηλ. νᾱσῖτις, -ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 2.
Greek Monolingual
νησίτης, ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῖτις (Α)
αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε νησί ή προέρχεται από νησί, νησιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -ίτης / ῖτις (πρβλ. πολ-ίτης, πυργ-ίτις)].
Greek Monotonic
νησίτης: [ῑ], -ου, ὁ (νῆσος), αυτός που προέρχεται από νησί ή ανήκει σε νησί· Δωρ. θηλ. νᾱσῖτις, -ιδος, σε Ανθ.
Middle Liddell
νησῑ́της, ου, ὁ, νῆσος
of or belonging to an island: doric fem. νᾱσῖτις, ιδος, Anth.