σιτώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[σιτώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σῑτος]]<br />όμοιος με [[σιτάρι]], [[σιτοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σιτώδη</i><br />τα [[σιτηρά]].
|mltxt=-ες / [[σιτώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σῖτος]]<br />όμοιος με [[σιτάρι]], [[σιτοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σιτώδη</i><br />τα [[σιτηρά]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σιτώδης -ες [σῖτος] met graanresten (van stoelgang). Hp.
|elnltext=σιτώδης -ες [σῖτος] met graanresten (van stoelgang). Hp.
}}
}}

Latest revision as of 14:47, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτώδης Medium diacritics: σιτώδης Low diacritics: σιτώδης Capitals: ΣΙΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sitṓdēs Transliteration B: sitōdēs Transliteration C: sitodis Beta Code: sitw/dhs

English (LSJ)

σιτῶδες, like corn, τὰ σ. cereals, Thphr. HP 8.1.1, Muson.Fr. 18A p.95 H.; τροφὴ σ. Sor.1.46, cf. Archig. ap. Orib.8.1.17, Aret.CA 2.3, CD1.3, διαχωρήματα σ. καὶ ἄπεπτα Hp.Salubr.7.

German (Pape)

[Seite 887] ες, weizenartig, getreideartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σῖτον, Ἱππ. 339. 25, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ τὰ σιτ., σιτηρά, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1, 1˙ πρβλ. σιτηρὸς ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-ες / σιτώδης, -ῶδες, ΝΑ σῖτος
όμοιος με σιτάρι, σιτοειδής
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σιτώδη
τα σιτηρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτώδης -ες [σῖτος] met graanresten (van stoelgang). Hp.