τάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜ<br />[[υπόσχομαι]] να δώσω [[κάτι]] (α. «του 'ταξε [[προίκα]]» β. «ἀλλ' ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῑκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[τάμα]] («έταξε στην [[Παναγία]] μια [[λαμπάδα]] ίση με το [[μπόι]] του άρρωστου παιδιού της»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>τα</i>(<i>γ</i>)[[μένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>- αυτός τον οποίο έχει κάνει [[κανείς]] [[τάμα]], που έχει αφιερώσει στον θεό ή στους αγίους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — λέγεται για εκείνον που κάνει υπερβολικές ή απραγματοποίητες υποσχέσεις<br />β) «αγίου [[κερί]] μην τάξεις [[μηδέ]] παιδιού [[κουλούρι]]» — λέγεται όταν [[κάποιος]] απαιτεί με [[μεγάλη]] [[επιμονή]] [[κάτι]] που του έχουν υποσχεθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τάζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>έταξα</i> του [[τάσσω]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έκραξα</i>: [[κράζω]].
|mltxt=ΝΜ<br />[[υπόσχομαι]] να δώσω [[κάτι]] (α. «του 'ταξε [[προίκα]]» β. «ἀλλ' ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῖκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[τάμα]] («έταξε στην [[Παναγία]] μια [[λαμπάδα]] ίση με το [[μπόι]] του άρρωστου παιδιού της»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>τα</i>(<i>γ</i>)[[μένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>- αυτός τον οποίο έχει κάνει [[κανείς]] [[τάμα]], που έχει αφιερώσει στον θεό ή στους αγίους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — λέγεται για εκείνον που κάνει υπερβολικές ή απραγματοποίητες υποσχέσεις<br />β) «αγίου [[κερί]] μην τάξεις [[μηδέ]] παιδιού [[κουλούρι]]» — λέγεται όταν [[κάποιος]] απαιτεί με [[μεγάλη]] [[επιμονή]] [[κάτι]] που του έχουν υποσχεθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τάζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>έταξα</i> του [[τάσσω]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έκραξα</i>: [[κράζω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Greek Monolingual

ΝΜ
υπόσχομαι να δώσω κάτι (α. «του 'ταξε προίκα» β. «ἀλλ' ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῖκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. κάνω τάμα («έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίση με το μπόι του άρρωστου παιδιού της»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τα(γ)μένος, -η, -ο- αυτός τον οποίο έχει κάνει κανείς τάμα, που έχει αφιερώσει στον θεό ή στους αγίους
3. φρ. α) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — λέγεται για εκείνον που κάνει υπερβολικές ή απραγματοποίητες υποσχέσεις
β) «αγίου κερί μην τάξεις μηδέ παιδιού κουλούρι» — λέγεται όταν κάποιος απαιτεί με μεγάλη επιμονή κάτι που του έχουν υποσχεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τάζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έταξα του τάσσω κατά το σχήμα έκραξα: κράζω.