ἰπνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰπνίτης]], ὁ (Α) [[ιπνός]]<br />ο ψημένος στον φούρνο («ἰπνῑται ἄρτοι», Ιπποκρ.).
|mltxt=[[ἰπνίτης]], ὁ (Α) [[ιπνός]]<br />ο ψημένος στον φούρνο («ἰπνῖται ἄρτοι», Ιπποκρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:53, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰπνίτης Medium diacritics: ἰπνίτης Low diacritics: ιπνίτης Capitals: ΙΠΝΙΤΗΣ
Transliteration A: ipnítēs Transliteration B: ipnitēs Transliteration C: ipnitis Beta Code: i)pni/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ, baked in the oven, οἱ ἰ. ἄρτοι Hp.Vict.2.42, Polem.Hist.86, IG5 (1).363.18 (Sparta, i A.D.: written -είταν): without ἄρτος, Timocl. 33; ἰ. φθοΐς AP6.299 (Phan., sed leg. -ευτής).

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, im Ofen gebacken; ἄρτος Hippocr.; Timocl. Ath. III, 109 c u. A.; φθοΐς Rhian. 5 (VI, 299).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
cuit au four.
Étymologie: ἰπνός.

Greek (Liddell-Scott)

ἰπνίτης: ῑ, ου, ὁ ὀπτηθεὶς ἐν κλιβάνῳ, «ψημένος ’ς τὸν φοῦρνον», οἱ ἰπν. ἄρτοι Ἱππ. 356. 13· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρτος, θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον Τιμοκλ. ἐν «Ψευδολῃσταῖς» 1· ἰπν. φθοΐς Ἀνθ. Π. 6. 299.

Greek Monolingual

ἰπνίτης, ὁ (Α) ιπνός
ο ψημένος στον φούρνο («ἰπνῖται ἄρτοι», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

ἰπνίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἰπνός), ψημένος σε φούρνο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰ¯πνίτης, ου, ἰπνός
baked in the oven, Anth.