ωδίς: Difference between revisions

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὠδίς]], -ῑνος, ΝΜΑ, και [[ὠδίν]], -ῑνος, Α<br />(συν στον πληθ.) οι [[ωδίνες]] και <i>αἱ ὠδῑνες</i><br />οι πόνοι του τοκετού<br /><b>μσν.</b><br />[[επινόηση]], [[εφεύρεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέκνο]] που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]] [[πόνος]], [[οδύνη]]<br /><b>3.</b> επίπονο [[έργο]] του πνεύματος («λόγων ὠδῑνες», Iμέρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπτερος]] [[ὠδίς]]» — [[νεοσσός]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὠδὶς ὄρνιθος» — το [[αβγό]] <b>(Νικ.)</b><br />γ) «ὠδὶς θαλάσσης» — η [[Αφροδίτη]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />δ) «ὠδῑνες θανάτου» — τα [[δεσμά]] του θανάτου (ΚΔ)<br />ε) «λύω τὰς ὠδῑνας»<br />(για ετοιμόγεννη) [[ξεγεννώ]], ελευθερώνομαι (Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ιν</i>-, <i>ὠδ</i>-<i>ίς</i>, -<i>ῖν</i>-<i>ος</i> ([[πρβλ]]. <i>ἀκτ</i>-<i>ῖν</i>-<i>ος</i>, <i>δελφ</i>-<i>ῖν</i>-<i>ος</i>), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] με φωνηεντισμό -<i>ω</i>- της ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἔδω</i>, <i>ἐδ</i>-<i>ωδ</i>-<i>ή</i>). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, η σημασιολ. [[εξέλιξη]] της ρίζας «[[τρώω]]» στη σημ. «[[πόνος]] τοκετού» φαίνεται [[προϊόν]] μεταφορικής χρήσης, [[δηλαδή]] της αντίληψης ότι οι πόνοι κατατρώνε, βασανίζουν [[ψυχή]] και [[σώμα]] (<b>βλ.</b> και λ. [[οδύνη]])].
|mltxt=η / [[ὠδίς]], -ῑνος, ΝΜΑ, και [[ὠδίν]], -ῑνος, Α<br />(συν στον πληθ.) οι [[ωδίνες]] και <i>αἱ ὠδῑνες</i><br />οι πόνοι του τοκετού<br /><b>μσν.</b><br />[[επινόηση]], [[εφεύρεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέκνο]] που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]] [[πόνος]], [[οδύνη]]<br /><b>3.</b> επίπονο [[έργο]] του πνεύματος («λόγων ὠδῑνες», Iμέρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπτερος]] [[ὠδίς]]» — [[νεοσσός]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὠδὶς ὄρνιθος» — το [[αβγό]] <b>(Νικ.)</b><br />γ) «ὠδὶς θαλάσσης» — η [[Αφροδίτη]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />δ) «ὠδῑνες θανάτου» — τα [[δεσμά]] του θανάτου (ΚΔ)<br />ε) «λύω τὰς ὠδῖνας»<br />(για ετοιμόγεννη) [[ξεγεννώ]], ελευθερώνομαι (Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ιν</i>-, <i>ὠδ</i>-<i>ίς</i>, -<i>ῖν</i>-<i>ος</i> ([[πρβλ]]. <i>ἀκτ</i>-<i>ῖν</i>-<i>ος</i>, <i>δελφ</i>-<i>ῖν</i>-<i>ος</i>), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] με φωνηεντισμό -<i>ω</i>- της ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἔδω</i>, <i>ἐδ</i>-<i>ωδ</i>-<i>ή</i>). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, η σημασιολ. [[εξέλιξη]] της ρίζας «[[τρώω]]» στη σημ. «[[πόνος]] τοκετού» φαίνεται [[προϊόν]] μεταφορικής χρήσης, [[δηλαδή]] της αντίληψης ότι οι πόνοι κατατρώνε, βασανίζουν [[ψυχή]] και [[σώμα]] (<b>βλ.</b> και λ. [[οδύνη]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:53, 6 February 2024

Greek Monolingual

η / ὠδίς, -ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, -ῑνος, Α
(συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες
οι πόνοι του τοκετού
μσν.
επινόηση, εφεύρεση
αρχ.
1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.)
2. σφοδρός πόνος, οδύνη
3. επίπονο έργο του πνεύματος («λόγων ὠδῑνες», Iμέρ.)
4. φρ. α) «ἄπτερος ὠδίς» — νεοσσός (Ευρ.)
β) «ὠδὶς ὄρνιθος» — το αβγό (Νικ.)
γ) «ὠδὶς θαλάσσης» — η Αφροδίτη (Ανθ. Παλ.)
δ) «ὠδῑνες θανάτου» — τα δεσμά του θανάτου (ΚΔ)
ε) «λύω τὰς ὠδῖνας»
(για ετοιμόγεννη) ξεγεννώ, ελευθερώνομαι (Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη με επίθημα -ιν-, ὠδ-ίς, -ῖν-ος (πρβλ. ἀκτ-ῖν-ος, δελφ-ῖν-ος), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -ω- της ρίζας ed- «τρώω» (πρβλ. ἔδω, ἐδ-ωδ-ή). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η σημασιολ. εξέλιξη της ρίζας «τρώω» στη σημ. «πόνος τοκετού» φαίνεται προϊόν μεταφορικής χρήσης, δηλαδή της αντίληψης ότι οι πόνοι κατατρώνε, βασανίζουν ψυχή και σώμα (βλ. και λ. οδύνη)].