ὀλόφυρσις: Difference between revisions
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olofyrsis | |Transliteration C=olofyrsis | ||
|Beta Code=o)lo/fursis | |Beta Code=o)lo/fursis | ||
|Definition=-εως, ἡ, = [[ὀλοφυρμός]], τὴν ὀ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.143; τὰς ὀ. τῶν ἀπογιγνομένων lamentations for.., Id.2.51, cf. J. ''BJ Prooem''.4, Philostr.''VA'' 4.45. | |Definition=-εως, ἡ, = [[ὀλοφυρμός]] ([[lamentation]]), τὴν ὀ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.143; τὰς ὀ. τῶν ἀπογιγνομένων lamentations for.., Id.2.51, cf. J. ''BJ Prooem''.4, Philostr.''VA'' 4.45. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:29, 25 February 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ὀλοφυρμός (lamentation), τὴν ὀ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.143; τὰς ὀ. τῶν ἀπογιγνομένων lamentations for.., Id.2.51, cf. J. BJ Prooem.4, Philostr.VA 4.45.
German (Pape)
[Seite 327] ἡ, = ὀλοφυρμός; Thuc. 1, 143; τινός, um einen, 2, 51; Plut. cons. ad. ux. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
lamentation.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀλόφυρσις: εως ἡ сетование, скорбь, оплакивание (τινος Thuc.; παιδικαί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλόφυρσις: ἡ, = ὀλοφυρμός, Θουκ. 1. 143· τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων, διὰ τοὺς ..., ὁ αὐτ. 2. 51.
Greek Monolingual
ὀλόφυρσις, ἡ (ΑΜ)
ολοφυρμός, θρήνος, οδυρμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοφύρομαι. Το ουσ. ὀλόφύρσις είναι περισσότερο αφηρημένο σε σχέση με το ὀλοφυρμός και δηλώνει κυρίως τους θρήνους που έχουν ιδιαίτερη τελετουργική αξία].
Greek Monotonic
ὀλόφυρσις: ἡ, = ὀλοφυρμός, σε Θουκ.· ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων, θρηνωδίες για τους πεθαμένους, στον ίδ.
Middle Liddell
ὀλόφυρσις, εως, = ὀλοφυρμός, Thuc.] [from ὀλοφύρομαι
ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων lamentations for the departed, Thuc.