σωματέμπορος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ὁ, der Sklavenhändler, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ὁ, der [[Sklavenhändler]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει [[γυναίκα]] ή ανήλικο και τους παραχωρεί [[προς]] όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για [[ασέλγεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]].
|mltxt=[[σωματέμπορος]], ο, ΝΜΑ, και [[σωματέμπορας]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει [[γυναίκα]] ή ανήλικο και τους παραχωρεί [[προς]] όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για [[ασέλγεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]].
}}
}}

Revision as of 15:16, 29 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτέμπορος Medium diacritics: σωματέμπορος Low diacritics: σωματέμπορος Capitals: ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: sōmatémporos Transliteration B: sōmatemporos Transliteration C: somatemporos Beta Code: swmate/mporos

English (LSJ)

σωματέμπορον, slave-dealer, Dsc.Eup. 1.233, OGI524.5 (Thyatira), Artem.3.17, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Eust.1416.26, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, der Sklavenhändler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτέμπορος: -ον, ἔμπορος δούλων, ἀνδραποδοκάπηλος, δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26.

Greek Monolingual

σωματέμπορος, ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει γυναίκα ή ανήλικο και τους παραχωρεί προς όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για ασέλγεια
μσν.-αρχ.
ο δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + ἔμπορος.