νωθουρίς: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νωθουρίς]], - | |mltxt=[[νωθουρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[βαλλωτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνθ. του [[νωθής]] «[[ατάραχος]], [[ήρεμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του]. | ||
}} | }} |