νυχτερίδα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[νυκτερίδα]], η (ΑΜ [[νυκτερίς]], -[[ίδος]], Μ και [[νυκτερίδα]])<br />γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] τών θηλαστικών της τάξης [[χειρόπτερα]], τα οποία [[είναι]] τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν<br /><b>μσν.</b><br />[[νυχτοκόρακας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρωνύμιο]] προσώπων («Χαιρεφῶν ή [[νυκτερίς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Νυχτερίδα</i> <span style="color: red;"><</span> [[νυκτερίς]] <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[Πορφυρίς]])].
|mltxt=και [[νυκτερίδα]], η (ΑΜ [[νυκτερίς]], -ίδος, Μ και [[νυκτερίδα]])<br />γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] τών θηλαστικών της τάξης [[χειρόπτερα]], τα οποία [[είναι]] τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν<br /><b>μσν.</b><br />[[νυχτοκόρακας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρωνύμιο]] προσώπων («Χαιρεφῶν ή [[νυκτερίς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Νυχτερίδα</i> <span style="color: red;"><</span> [[νυκτερίς]] <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[Πορφυρίς]])].
}}
}}

Revision as of 14:11, 1 March 2024

Greek Monolingual

και νυκτερίδα, η (ΑΜ νυκτερίς, -ίδος, Μ και νυκτερίδα)
γενική, κοινή σήμερα, ονομασία τών θηλαστικών της τάξης χειρόπτερα, τα οποία είναι τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν
μσν.
νυχτοκόρακας
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. είδος φυτού
3. μτφ. παρωνύμιο προσώπων («Χαιρεφῶν ή νυκτερίς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νυχτερίδα < νυκτερίς < νύκτερος + επίθημα -ίς (πρβλ. Πορφυρίς)].