προχοΐδα: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[προχοΐς]], - | |mltxt=η / [[προχοΐς]], -ίδος, ΝΑ<br />(στην αρχαιολ.) μικρή [[πρόχους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] ογκομετρικών αναλύσεων για τη [[μέτρηση]] του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίχυση]], το να ρίχνει [[κανείς]] [[υγρό]] [[πάνω]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόχους]] / [[πρόχοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[κορωνίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / προχοΐς, -ίδος, ΝΑ
(στην αρχαιολ.) μικρή πρόχους
νεοελλ.
χημ. όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια κατά τη διεξαγωγή ογκομετρικών αναλύσεων για τη μέτρηση του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων
αρχ.
επίχυση, το να ρίχνει κανείς υγρό πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορωνίς)].