eterno: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀδιάστατος]], [[ἀένιος]], [[ἐναΐδιος]], [[ἀείγνητος]], [[ἀειχρόνιος]], [[ἀειγένητος]], [[ἀείζωος]], [[διαιώνιος]], [[ἀειγενής]], [[αἰώνιος]], [[αἰειγενέτης]], [[αἰανής]], [[ἀίδιος]], [[ἀκμής]], [[ἄληκτος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθαρτος]], [[ἀκατάλυτος]], [[ἀγένητος]], [[ἀθάνατος]], [[ἀδάμαστος]], [[εἰσαεί]], [[δηναιός]], [[ἄχρονος]], [[ἀέναος]], [[ἀλώφητος]], [[ἀγήραος]], [[ἀνέκλειπτος]], [[ἀκατεύναστος]], [[ἀδιάδοχος]], [[αὐτόζωος]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀειθαλής]], [[ἀείφρουρος]], [[αἰείφρουρος]] | |sltx=[[ἀδιάστατος]], [[ἀένιος]], [[ἐναΐδιος]], [[ἀείγνητος]], [[ἀειχρόνιος]], [[ἀειγένητος]], [[ἀείζωος]], [[διαιώνιος]], [[ἀειγενής]], [[αἰώνιος]], [[αἰειγενέτης]], [[αἰανής]], [[ἀίδιος]], [[ἀκμής]], [[ἄληκτος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθαρτος]], [[ἀκατάλυτος]], [[ἀγένητος]], [[ἀθάνατος]], [[ἀδάμαστος]], [[εἰσαεί]], [[δηναιός]], [[ἄχρονος]], [[ἀέναος]], [[ἀλώφητος]], [[ἀγήραος]], [[ἀγήρως]], [[ἀνέκλειπτος]], [[ἀκατεύναστος]], [[ἀδιάδοχος]], [[αὐτόζωος]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀειθαλής]], [[ἀείφρουρος]], [[αἰείφρουρος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 5 March 2024
Spanish > Greek
ἀδιάστατος, ἀένιος, ἐναΐδιος, ἀείγνητος, ἀειχρόνιος, ἀειγένητος, ἀείζωος, διαιώνιος, ἀειγενής, αἰώνιος, αἰειγενέτης, αἰανής, ἀίδιος, ἀκμής, ἄληκτος, ἀκατάπαυστος, ἄτροπος, ἄφθαρτος, ἀκατάλυτος, ἀγένητος, ἀθάνατος, ἀδάμαστος, εἰσαεί, δηναιός, ἄχρονος, ἀέναος, ἀλώφητος, ἀγήραος, ἀγήρως, ἀνέκλειπτος, ἀκατεύναστος, ἀδιάδοχος, αὐτόζωος, ἀστέμβακτος, ἀειθαλής, ἀείφρουρος, αἰείφρουρος