χειρουργική: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χειρουργικός]].
|mltxt=η, ιατρική [[ειδικότητα]] με [[αντικείμενο]] τη [[θεραπεία]] κακώσεων, παραμορφώσεων και διαφόρων άλλων παθήσεων με μηχανικές, αναίμακτες ή αιματηρές, επεμβάσεις στο ανθρώπινο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλαστική [[χειρουργική]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χειρουργική]] [[ειδικότητα]] με [[αντικείμενο]] την [[αποκατάσταση]] συγγενών ή επίκτητων δυσμορφιών τών εκτεθειμένων επιφανειών του σώματος και, κατ' εξοχήν, του προσώπου<br />β) «κοσμητική [[χειρουργική]]»<br /><b>ιατρ.</b> υποειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής που έχει ως [[αντικείμενο]] την [[εξάλειψη]] τών εξωτερικών σημείων του γήρατος [[αλλά]] και καταστάσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την εξωτερική [[εμφάνιση]], [[κυρίως]] τών [[γυναικών]]<br />γ) «[[χειρουργική]] [[επέμβαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[εγχείρηση]]
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χειρουργική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]]) [[хирургия]] Diog. L.
|elrutext='''χειρουργική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]]) [[хирургия]] Diog. L.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 10 March 2024

Greek Monolingual

η, ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη θεραπεία κακώσεων, παραμορφώσεων και διαφόρων άλλων παθήσεων με μηχανικές, αναίμακτες ή αιματηρές, επεμβάσεις στο ανθρώπινο σώμα
νεοελλ.
φρ. α) «πλαστική χειρουργική»
ιατρ. χειρουργική ειδικότητα με αντικείμενο την αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων δυσμορφιών τών εκτεθειμένων επιφανειών του σώματος και, κατ' εξοχήν, του προσώπου
β) «κοσμητική χειρουργική»
ιατρ. υποειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής που έχει ως αντικείμενο την εξάλειψη τών εξωτερικών σημείων του γήρατος αλλά και καταστάσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την εξωτερική εμφάνιση, κυρίως τών γυναικών
γ) «χειρουργική επέμβαση»
ιατρ. εγχείρηση

Russian (Dvoretsky)

χειρουργική: ἡ (sc. τέχνη) хирургия Diog. L.