δεκαδάκτυλος: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δεκαδάκτῠλος:''' [[размером]] (толщиной или длиной) в десять дактилей | |elrutext='''δεκαδάκτῠλος:''' [[размером]] (толщиной или длиной) [[в десять дактилей]] iog. L. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:20, 21 March 2024
English (LSJ)
δεκαδάκτυλον,
A ten fingers long or broad, βάλανος Hp.Morb.3.14, cf.Ath.Mech.16.6.
2 ten-fingered, χεῖρες D.C.47.40.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene diez dedos χεῖρες D.C.47.40.3.
2 de diez dedos de grosor hιμάντας ... πλάτος δεκ[αδα] κτύλος IG 13.475.242 (V a.C.), cf. Hp.Morb.3.14 (var.), ξύλα ... πλάτος δεκαδάκτυλα IG 22.1672.148 (Eleusis IV a.C.), διαπήγματα ... καὶ περιπήγματα ... πάχη ἔχοντα δεκαδάκτυλα travesaños y largueros con diez dedos de espesor Ath.Mech.16.6, de longitud λοποὺς ... δεκαδακτύλους τὸ μῆκος Str.15.1.21.
German (Pape)
[Seite 542] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δεκαδάκτῠλος: размером (толщиной или длиной) в десять дактилей iog. L.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαδάκτῠλος: -ον, δέκα δακτύλων μῆκος ἢ πλάτος ἔχων, βάλανος Ἱππ. 491. 47. 2) ὁ ἔχων δέκα δακτύλους, χεῖρες Δίων Κ. 47. 40.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δεκαδάκτυλος, -ον)
1. όποιος έχει πλάτος ή μήκος δέκα δακτύλων
2. αυτός που έχει δέκα δάκτυλα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαδάκτυλα, τα
ζώα που έχουν πόδια με δέκα δάκτυλα.