συμβουλευτής: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvouleftis | |Transliteration C=symvouleftis | ||
|Beta Code=sumbouleuth/s | |Beta Code=sumbouleuth/s | ||
|Definition=συμβουλευτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[adviser]], [[counsellor]], Pl.''Lg.'' 921a, [[LXX]] ''1 Es.''8.11.<br><span class="bld">II</span> ([[βουλευτής]]) [[fellow-councillor]] or [[fellow-senator]], Din.''Fr.''89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, ''PGiss.''34.7 (iii A.D.). | |Definition=συμβουλευτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[adviser]], [[counsellor]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 921a, [[LXX]] ''1 Es.''8.11.<br><span class="bld">II</span> ([[βουλευτής]]) [[fellow-councillor]] or [[fellow-senator]], Din.''Fr.''89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, ''PGiss.''34.7 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:20, 23 March 2024
English (LSJ)
συμβουλευτοῦ, ὁ,
A adviser, counsellor, Pl.Lg. 921a, LXX 1 Es.8.11.
II (βουλευτής) fellow-councillor or fellow-senator, Din.Fr.89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, PGiss.34.7 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 980] ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβουλευτής -οῦ, ὁ [συμβουλεύω] raadgever, adviseur.
Russian (Dvoretsky)
συμβουλευτής: οῦ ὁ дающий совет, советующий Plat.
Greek (Liddell-Scott)
συμβουλευτής: -οῦ, (συμβουλεύω) ὁ συμβουλεύων, Λατιν. auctor, Πλάτ. Νόμ. 921Α. ΙΙ. (βουλευτὴς) σύντροφος βουλευτής, ὁ ὁμοῦ ὢν βουλευτής, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159, Δίων Κ. 59. 26.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συμβουλεύω
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος
2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον
αρχ.
(στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον.