ἀλλοδημία: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=allodimia | |Transliteration C=allodimia | ||
|Beta Code=a)llodhmi/a | |Beta Code=a)llodhmi/a | ||
|Definition=Dor. [[ἀλλοδαμία]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀποδημία]], [[stay in foreign land]], Hp.''Int.''48; <b class="b3">ἐν ἀλλοδημίᾳ</b> [[abroad]], Pl.''Lg.''954e; καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημί Phld.''Mort.''26: pl., Iamb.''VP''35.252.<br><span class="bld">II</span>concrete, [[foreign people]], στείχειν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.17.37, cf.Poll.9.21. | |Definition=Dor. [[ἀλλοδαμία]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀποδημία]], [[stay in foreign land]], Hp.''Int.''48; <b class="b3">ἐν ἀλλοδημίᾳ</b> [[abroad]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''954e; καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημί Phld.''Mort.''26: pl., Iamb.''VP''35.252.<br><span class="bld">II</span>concrete, [[foreign people]], στείχειν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.17.37, cf.Poll.9.21. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
Dor. ἀλλοδαμία, ἡ,
A = ἀποδημία, stay in foreign land, Hp.Int.48; ἐν ἀλλοδημίᾳ abroad, Pl.Lg.954e; καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημί Phld.Mort.26: pl., Iamb.VP35.252.
IIconcrete, foreign people, στείχειν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.17.37, cf.Poll.9.21.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): dór. -δᾱμία B.18.37; jón. -δημίη Hp.Int.48
1 tierra extraña, el extranjero στείχειν ἔμπορον οἷ' ἀλάταν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.l.c., χωρισθέντος μου εἰς ἀλλοδημίαν περὶ ἀναγκαίων πραγμάτων PTeb.50.9 (II a.C.), ἐν ἀλλοδημίᾳ Pl.Lg.954e, BGU 1255.5 (I a.C.), D.C.54.19.3
•frec. c. prep. en el extranjero, de viaje ἡ νοῦσος προσπίπτει μάλιστα ἐν ἀλλοδημίῃ Hp.l.c., καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημίας Phld.Mort.26.12, ἐν ἀλλοδαμίαις τότε τυχόντες estando fuera, de viaje Iambl.VP 35.
2 gente forastera ἀλλοδημίας μεστήν Poll.9.21.
German (Pape)
[Seite 103] ἡ, Aufenthalt in der Fremde, ἐν ἀλ., Plat. Legg. XII, 954 e, dem ἐν ἄστει gegenüber, u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοδημία: ἡ пребывание за границей: ἐν ἀλλοδημίᾳ Plat. заграницей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοδημία: ἡ, = ἀποδημία, διαμονὴ ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἱππ. 558. 45· ἐν ἀλλοδημίᾳ (ἀντὶ ἐν ἄλλῳ δήμῳ) = «εἰς τὰ ξένα», Πλάτ. Νόμ. 954Ε. ΙΙ. συγκεκριμ. = πληθὺς ξένων, Πολυδ. 9. 21, ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸ ἐπίθ. ἀλλόδημος, ον, = ξένος, ἐκ ξένης χώρας, 3. 54.
Greek Monolingual
ἀλλοδημία, η (Α) ἀλλόδημος
1. διαμονή σε ξένη χώρα, στην αλλοδαπή, στα ξένα
2. (συνεκδοχικά) το πλήθος ξένων, τών αποδήμων.